…. έκανε κρύο πρωί πρωί, η φωτιά ήταν αναμμένη, είχαν κι οι τρεις το πρόσωπο γυρισμένο κατά τη φωτιά και σώπαιναν. (…….) σαν τρεις φάνταζαν παλιοί αγωνιστές, που είχαν συναπαντηθεί μετά από χρόνια κι έκανε κρύο κι άναψαν φωτιά και ζεσταίνουνταν. Αφουκράζουμουν ν’ ακούσω τι θα πουν, μα κανένας δεν άνοιγε το στόμα` κι όμως ένιωθες πως ανάμεσά τους ο αέρας κουνιόταν κι ανείπωτα τα λόγια ξετυλίγουνταν από στόμα σε στόμα` χωρίς άλλο έτσι θα μιλούν στον ουρανό οι άγγελοι. Πόση ώρα πέρασε; Πόσες ώρες; Ο καιρός μου φάνηκε πως είχε ακινητήσει` μια ώρα και ένας αιώνας είχε το ίδιο μάκρος` τέτοια θα ‘ναι, ακίνητη, αμίλητη, η αθανασία. (…)
Νίκος Καζαντζάκης
«Ο φτωχούλης του Θεού - Χ § 4»
6 σχόλια:
Ωραίο ποστ! Ατμοσφαιρικό.
Τόσο ΜΑ που βιαβάζω, επιρρεάστηκα θέλοντας και μη....
Ελπίζω ο Καζαντζάκης που σου αρέσει να σε βοηθήσει να δεις τα γεγονότα όπως έχουν και τι πραγματικά σημαίονουν απελπισία, θυμός και αισιοδοξία...
Η σιωπή όποτε χρειάζεται... Η φώνη και και οι σκέψεις μετουσιωμένες σε πράξη το καλύτερο.
noctrum: ξέρεις ότι ο Καζαντζάκης μου αρέσει ως μυθιστορηματογράφος και μόνο και όχι για τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις
Ανώνυμε σχολιάζεις ένα post που αναρτήθηκε μήνες πριν συναρτήσει των σημερινών γεγονότων. Δεν υπάρχει καμμία σύνδεση
Δημοσίευση σχολίου